συνομαρτέω

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομαρτέω Medium diacritics: συνομαρτέω Low diacritics: συνομαρτέω Capitals: ΣΥΝΟΜΑΡΤΕΩ
Transliteration A: synomartéō Transliteration B: synomarteō Transliteration C: synomarteo Beta Code: sunomarte/w

English (LSJ)

   A follow along with, attend on, τινι Sol.13.55, Perict. ap. Stob.4.28.19, Aret.SD1.9, Jul.Or.7.210a: abs., σὺν δ' ὁμαρτοῦσιν φίλοι E.Or.950.

Greek (Liddell-Scott)

συνομαρτέω: συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner.
Étymologie: σύν, ὁμαρτέω.

Greek Monotonic

συνομαρτέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοινού, παρακολουθώ, τινί, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.