συνναυμαχέω

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνναυμᾰχέω Medium diacritics: συνναυμαχέω Low diacritics: συνναυμαχέω Capitals: ΣΥΝΝΑΥΜΑΧΕΩ
Transliteration A: synnaumachéō Transliteration B: synnaumacheō Transliteration C: synnavmacheo Beta Code: sunnaumaxe/w

English (LSJ)

   A engage in a sea-fight along with, τισι Hdt.8.44, cf. Ar.Ra.702 (troch.), Th.1.73, IG12.108.41.

Greek (Liddell-Scott)

συνναυμᾰχέω: ναυμαχῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 8. 44, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 702· ἐν Σαλαμῖνι ξυνναυμαχῆσαι Θουκ. 1. 73.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre sur mer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ναυμαχέω.

Greek Monotonic

συνναυμᾱχέω: μέλ. -ήσω, εμπλέκομαι σε ναυμαχία μαζί με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.