συνεπιρρέπω
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
A incline towards together, Plu.Phoc.2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.
French (Bailly abrégé)
se pencher ensemble vers.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.
Greek Monolingual
Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνεπιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.