φιλόκυβος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον,
A fond of dice, Ar.V.75, Arist.Phgn.808a31, Poll.6.167.
German (Pape)
[Seite 1281] die Würfel, das Würfelspiel liebend, Ar. Vesp. 75.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκῠβος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κύβους, Ἀριστοφ. Σφ. 75, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 13, Πολυδ. Ϛ΄, 168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les dés.
Étymologie: φίλος, κύβος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός στον οποίο αρέσουν τα ζάρια, τα τυχερά παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κύβος «ζάρι»].
Greek Monotonic
φῐλόκῠβος: -ον, αυτός που αγαπά τους κύβους, σε Αριστοφ.