φιλομουσία
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ἡ,
A love of music or of the Muses, Agatharch.7, Str.14.2.21, Plu.2.238b, Luc.DMar.8.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, Musenliebe, Liebe zu den schönen, den Musenkünsten, Luc. D. Mer. 8, 2.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομουσία: ἡ, ἡ πρὸς τὰς Μούσας ἀγάπη, Πλούτ. 2. 283Β, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 8, 2, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour des Muses, càd des lettres, des arts.
Étymologie: φιλόμουσος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ φιλόμουσος
η αγάπη για τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, για τη μουσική.
Greek Monotonic
φῐλομουσία: ἡ, αγάπη για τις Μούσες, σε Λουκ.