κατάλειπτος

Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[ᾰλ], ον,

   A anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.

German (Pape)

[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
oint, enduit.
Étymologie: καταλείφω.

Greek Monolingual

κατάλειπτος, -ον (Α) καταλείφω
αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ»).

Greek Monotonic

κατάλειπτος: -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειπτος: умащенный, натертый (σμύρνῃ Arph.).