πάνθυτος

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνθῠτος Medium diacritics: πάνθυτος Low diacritics: πάνθυτος Capitals: ΠΑΝΘΥΤΟΣ
Transliteration A: pánthytos Transliteration B: panthytos Transliteration C: panthytos Beta Code: pa/nqutos

English (LSJ)

ον,

   A celebrated with full sacrifices, θεῶν θέσμια S.Aj.712 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 460] allverehrt, mit allen Opfern gefeiert, Soph. Ai. 711, Schol. πάνσεπτος.

Greek (Liddell-Scott)

πάνθῠτος: -ον, ὁ ἑορταζόμενος διὰ παντὸς εἴδους θυσιῶν, θεῶν θέσμια Σοφ. Αἴ. 712.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on célèbre par des sacrifices de toute sorte, tout auguste.
Étymologie: πᾶν, θύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ' αὖ πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσ'«, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ-θυτος].

Greek Monotonic

πάνθῠτος: -ον (θύω), εορταζόμενος με όλα τα είδη των θυσιών, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάνθῠτος: прославляемый всяческими жертвоприношениями, т. е. священный (θεῶν θέσμια Soph.).