εἰσεῖδον
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην,
A v. εἰσοράω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.
French (Bailly abrégé)
v. εἰσοράω.
English (Autenrieth)
see εἰσοράω.
Spanish (DGE)
v. εἰσοράω.
Greek Monolingual
εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.
Greek Monotonic
εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσεῖδον: aor. 2 к εἰσοράω.