γογγύλλω

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύλλω Medium diacritics: γογγύλλω Low diacritics: γογγύλλω Capitals: ΓΟΓΓΥΛΛΩ
Transliteration A: gongýllō Transliteration B: gongyllō Transliteration C: goggyllo Beta Code: goggu/llw

English (LSJ)

   A round (μεταστρέφει Suid.), Ar.Th.56 (Pors. for γογγυλίζει); cf. γογγυλεῖν· συστρεφεῖν (perh. συστρέψειν), Hsch.

German (Pape)

[Seite 500] nach Porsons Conj. Ar. Th. 56 für γογγυλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλλω: στρογγύλον ποιῶ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Πόρσ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 5β, γογγυλίζει (ὅπερ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεταστρέφειν)· οὕτω ὁ Κόβητος ἐν V. LL. προτιμᾷ ξυγγογγύλας ἀντὶ -υλίσας ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 61, Λυσ. 973· καὶ γογγυλεῖν φαίνεται ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ γογγύλλειν,

Spanish (DGE)

redondear, dar forma redonda fig. ref. al discurso, Ar.Th.56, cf. Hsch.

Greek Monolingual

γογγύλλω (Α) γογγύλος
στρογγυλεύω κάτι.

Russian (Dvoretsky)

γογγύλλω: досл. скатывать в виде шарика, перен. закруглять (sc. ἔπη Arph.).