εὐδαιμονέω

From LSJ
Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαιμονέω Medium diacritics: εὐδαιμονέω Low diacritics: ευδαιμονέω Capitals: ΕΥΔΑΙΜΟΝΕΩ
Transliteration A: eudaimonéō Transliteration B: eudaimoneō Transliteration C: evdaimoneo Beta Code: eu)daimone/w

English (LSJ)

pf.

   A εὐδαιμόνηκα Arist.Metaph.1048b26: (εὐδαίμων):— to be prosperous, well off, Hdt.1.170, Th.8.24, etc.; τι in respect to... Hdt.2.177, S.Ant.506, etc.; οὔτις ἀνδρῶν εἰς ἅπαντ' εὐ. E.Fr.45; ἔν τινι Luc.DMort.24.3; εὐδαιμονοίης E.El.231, Ph.1086: dual, εὐδαιμονοῖτον Id.Med.1073; parodied by Ar.Ach.446, 457.    II to be truly happy, εὐδαιμονοῦσιν ἄνθρωποι ὀρθοσύνῃ καὶ πολυφροσύνῃ Democr.40, cf. Arist.Pol.1339b19, Diog.Oen.25, etc.

German (Pape)

[Seite 1060] ein εὐδαίμων sein, glücklich sein; ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ Soph. Ant. 502, wie Eur. εὐδαιμονήσει δ' οὐχ ἕν, ἀλλὰ μυρία Med. 952, vgl. Gr. 541, in Vielem glücklich sein, viel anderes Gutes haben (Sp., wie Luc. D. mort. 24, 3, auch ἔν τινι); Her. 2, 177; Thuc. 8, 24 u. Folgde überall; mit εὖ πράττειν verbunden, Plat. Charm. 174 b; – εὐδαιμονοίης, möge es dir wohl gehen, Ar. u. Eur. oft; bes. im Wohlstande sein, πόλις εὐδαιμονοῦσα, Xen. Vect. 6, 1. Vgl. εὐδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμονέω: μέλλ. -ήσω: πρκμ. εὐδαιμόνηκα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 6, 8: (εὐδαίμων). Εἶμαι εὐδαίμων, εὐτυχής, ὄλβιος, Ἡρόδ. 1. 170, Θουκ. 8. 24, Εὐρ., κλ.· τι, ὡς πρός τι, Ἡρόδ. 2. 177, Σοφ. Ἀντ. 506, κτλ.· εἰς ἅπαντα Εὐρ. Ἀποσπ. 46· ἐς θυγατέρας ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 541· ἔν τινι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3· - εὐδαιμονίης, τύπος εὐχῆς, εὐλογίας παρὰ τῷ Εὐρ. ἐν Ἠλ. 231, ἐν Φοιν. 1086, ἴδε Elmsl, ἐν Εὐρ. Μηδ. 1041 (1073)· παρῳδούμενος ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἀγ. 446. 457.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ηὐδαιμόνησα, pf. sans augm. εὐδαιμόνηκα;
réussir, être heureux : ἔν τινι être heureux en qch ; εὐδαιμονοίης puisses-tu être heureux ! sois heureux !.
Étymologie: εὐδαίμων.

Greek Monotonic

εὐδαιμονέω: μέλ. -ήσω (εὐδαίμων), ευημερώ, είμαι τυχερός, ευτυχώ, σε Ηρόδ., Αττ.· εὐδαιμονοίης, μορφή ευχής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαιμονέω: (aor. 2 ηὐδαιμόνησα; 3 л. sing. pf. без приращ. εὐδαιμόνηκεν) преуспевать, процветать, быть счастливым (τι Soph., Her., εἴς τι Eur., ἔκ τινος Arst. и ἔν τινι Luc.; πόλις εὐδαιμονοῦσα Xen.): τοῦτο δ᾽ οὐκ εὐδαιμονῶ Eur. в этом я отнюдь не знаю счастья; εὐδαιμονοίης! Eur., Arph. будь счастлив!