ἀπογυναίκωσις
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making womanish, Plu.2.987f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογῠναίκωσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπογυναικοῦσθαι, Πλούτ. 2. 987F.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ afeminamiento Plu.2.987f.
Greek Monolingual
ἀπογυναίκωσις, η (Α)
εκθήλυνση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογυναίκωσις: εως ἡ изнеживание, расслабление (τοῦ θυμοειδοῦς Plut.).