εὐκίων
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος,
A with beautiful pillars, αὐλαί E.Ion 185 (lyr.), cf. AP7.648.7 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκίων: ῑ, ον, ἔχων καλοὺς κίονας, εὐκίονες αὐλαὶ θεῶν Εὐρ. Ἴων 185, Ἀνθ. Π. 7. 648, 7, κλ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux belles colonnes.
Étymologie: εὖ, κίων¹.
Greek Monotonic
εὐκίων: [ῑ], -ον, αυτός που έχει εύσχημους κίονες, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκίων: 2, gen. ονος (ῑ) украшенный красивыми колоннами (αὐλαί Eur.; νηός Anth.).