πρηκτήρ

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

German (Pape)

[Seite 699] ὁ, ion. = πρακτήρ; Il. 9, 443 μύθων δὲ ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; Od. 8, 162.

Greek (Liddell-Scott)

πρηκτήρ: πρηκτός, ἴδε πρακτήρ, πρακτός.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πρακτήρ.

English (Autenrieth)

ῆρος (πρήσσω): doer; ἔργων, Il. 9.433; pl., traders, Od. 8.162.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ιων. τ. βλ. πρακτήρ.

Greek Monotonic

πρηκτήρ: πρηκτός, Ιων. αντί πρακτήρ, πρακτός.

Russian (Dvoretsky)

πρηκτήρ: ῆρος ὁ ион. = πρακτήρ.