ἐποχθίδιος

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποχθίδιος Medium diacritics: ἐποχθίδιος Low diacritics: εποχθίδιος Capitals: ΕΠΟΧΘΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epochthídios Transliteration B: epochthidios Transliteration C: epochthidios Beta Code: e)poxqi/dios

English (LSJ)

α, ον, (ὄχθη)

   A on or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.

Greek Monolingual

ἐποχθίδιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη.

Greek Monotonic

ἐποχθίδιος: -αν, -ον (ὄχθη), ορεινός ή βουνίσιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποχθίδιος: (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.