ἀρρενωπία

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενωπία Medium diacritics: ἀρρενωπία Low diacritics: αρρενωπία Capitals: ΑΡΡΕΝΩΠΙΑ
Transliteration A: arrenōpía Transliteration B: arrenōpia Transliteration C: arrenopia Beta Code: a)rrenwpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A manly look, manliness, Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενωπία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἀρρενωπός, ἀρρενωπότης, Πλάτ. Συμπ. 192Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
air mâle ou viril.
Étymologie: ἀρρενωπός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
aspecto viril, virilidad Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek Monolingual

ἀρρενωπία, η (Α) αρρενωπός
η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα.

Greek Monotonic

ἀρρενωπία: ἡ, ανδρική, ανδροπρεπής εμφάνιση, ανδροπρέπεια, ανδρισμός, αρρενωπότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενωπία: ἡ мужественный вид, возмужалость Plat.