ὑπέρευ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
Adv., (εὖ)
A exceedingly well, excellently, Pl.Tht.185d, X. Hier.6.9, D.18.10, Men.Pk.404, Zeno Stoic.1.27, Cic.Att.10.1.3:— ὑπέρευγε, Men.Epit.308, Luc.Par.9, Ael.VH9.38.
German (Pape)
[Seite 1195] adv., übergut, ganz vortrefflich; Plat. Theaet. 185 d; Xen. Hier. 6, 9 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρευ: Ἐπίρρ. (εὖ) καλῶς εἰς ὑπερβολήν, κάλλιστα, ἐξοχώτατα, ὑπέρευ ἀκολουθεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 185D ὑπέρευ μοι δοκεῖς λέγειν Ξεν. Ἱέρ. 6, 9, Δημ. 288. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
mieux qu’on ne saurait dire, tout à fait bien.
Étymologie: ὑπέρ, εὖ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. εξαίρετα, ωραιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + εὖ].
Greek Monotonic
ὑπέρευ: επίρρ., υπερβολικά καλά, έξοχα, θαυμάσια, έκτακτα, υπέροχα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρευ: adv. превосходно, отлично Xen., Plat., Dem.