ἐκμαλάσσω
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
Att. ἐκμαλάττω,
A relax, weaken, τὰ σώματα Plu.Fr.20.1; soften, mollify, τραχύτητας γλώσσης Dsc.Eup.2.17: metaph., ὀργήν τινος J.AJ2.6.8.
German (Pape)
[Seite 768] erweichen; ὀργήν Ios.; übh. = verweichlichen, τὰ σώματα, Plut. Stob. flor. 6, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, μαλακύνω, μαλάσσω καλῶς, Πλούτ. παρὰ Στοβ. 81. 5.
Spanish (DGE)
(ἐκμᾰλάσσω) • Alolema(s): át. -ττω
I 1medic. reblandecer, ablandar, molificar γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμον Dsc.Eup.2.17, οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν Dsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.Ec.75.3, Gp.12.15.2, en v. pas. τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλα Gal.6.160, (τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται Gal.14.786.
2 gener. ablandar, fundir en v. pas. ὁ σίδηρος Gr.Nyss.Infant.95.13.
II fig. y sent. moral
1 aliviar, calmar, amansar τὴν ὀργήν I.AI 2.159, ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάς Hdn.Fig.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.V.Mos.55.22, Anon.Arian.Virg.61, τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα mitiga la severa sentencia haciéndola benigna Ast.Am.Hom.3.2.1, οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσι Gr.Nyss.M.46.313A, en v. pas. ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασι Gr.Naz.M.37.1131A.
2 debilitar, enervar τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς Plu.Fr.116, τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Basil.M.30.821A.
Greek Monolingual
ἐκμαλάσσω και αττ. τ. ἐκμαλάττω (Α)
1. μαλάσσω καλά, μαλακώνω και καθιστώ απαλό κάτι τρίβοντάς το με τα χέρια
2. καθιστώ κάποιον μαλθακό
3. κατευνάζω, ηρεμώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμᾰλάσσω: атт. ἐκμαλάττω досл. размягчать, перен. изнеживать (σώματα Plut.).