καταβείομεν

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek (Liddell-Scott)

καταβείομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ καταβαίνω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de καταβαίνω.

Greek Monotonic

καταβείομεν: Επικ. αντί καταβῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του καταβαίνω· καταβήμεναι, αντί καταβῆναι, απαρ. αορ. βʹ· καταβήσεο, αντί κατάβησαι, Μέσ. προστ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

καταβείομεν: эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к καταβαίνω.