ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
[Seite 217] Her., = ἀνδρεία, ἀνδρεῖος.
ion. c. ἀνδρεῖος.
ἀνδρήϊος: ион. = ἀνδρεῖος.