βουλόμαχος

From LSJ
Revision as of 07:30, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλόμᾰχος Medium diacritics: βουλόμαχος Low diacritics: βουλόμαχος Capitals: ΒΟΥΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: boulómachos Transliteration B: boulomachos Transliteration C: voulomachos Beta Code: boulo/maxos

English (LSJ)

ον,

   A strife-desiring, Ar.Pax1293 (hex.).

German (Pape)

[Seite 458] Streit wollend, streitsüchtig, Ar. Pax 1259.

Greek (Liddell-Scott)

βουλόμᾰχος: -ον, ὁ ἐπιθυμῶν, ἐφιέμενος μάχης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1293.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veut combattre, belliqueux.
Étymologie: βούλομαι, μάχομαι.

Spanish (DGE)

(βουλόμᾰχος) -ον
belicoso, ἀνήρ en juego de palabras cóm. c. Λάμαχος Ar.Pax 1293.

Greek Monolingual

βουλόμαχος, -ον (Α)
όποιος επιθυμεί αγώνα ή μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλομαι + -μαχος < μάχομαι.

Greek Monotonic

βουλόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που διψά για μάχη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βουλόμᾰχος: воинственный (ἀνήρ Arph.).