Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δειματοσταγής

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμᾰτοστᾰγής Medium diacritics: δειματοσταγής Low diacritics: δειματοσταγής Capitals: ΔΕΙΜΑΤΟΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: deimatostagḗs Transliteration B: deimatostagēs Transliteration C: deimatostagis Beta Code: deimatostagh/s

English (LSJ)

ές, (στάζω)

   A reeking with horror, A.Ch.842 (leg. αἱματοσταγές).

Greek (Liddell-Scott)

δειμᾰτοστᾰγής: -ές, (στάζω) στάζων τρόμον, πλήρης τρόμου, Αἰσχύλ. Χο. 842· ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἀπεδέξαντο τὴν τοῦ Stanley διόρθωσιν αἱματοσταγές.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
litt. qui distille la frayeur, càd terrible.
Étymologie: δεῖμα, στάζω.

Greek Monolingual

δειγματοσταγής, -ές (Α)
φρ. «ἄχθος δειματοσταγές» — βάρος που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (-τος) + -σταγής < στάζω.

Russian (Dvoretsky)

δειμᾰτοστᾰγής: пронизывающий страхом, ужасающий (ἄχθος Aesch. - v. l. αἱματοσταγής).