τλάμων
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
German (Pape)
[Seite 1122] ονος, dor. = τλήμων, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
τλάμων: Δωρ. ἀντὶ τλήμων, Πίνδ., Τραγ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τλήμων.
English (Slater)
τλᾱμων
1 enduring τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν (P. 1.48)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. τλήμων.
Greek Monotonic
τλάμων: Δωρ. αντί τλήμων.
Russian (Dvoretsky)
τλάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) дор. = τλήμων.