τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
[Seite 809] u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.
ἔμμορα: παρακ. βʹ του μείρομαι.
ἔμμορα: pf. к μείρομαι.