καταδεῶς
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière tout à fait incomplète ou insuffisante;
Cp. καταδεεστέρως ou καταδεέστερον.
Étymologie: καταδεής.
Russian (Dvoretsky)
καταδεῶς: adv., положит. степень к compar. καταδεεστέρως (см.).