βδελυγμία

Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A nausea, sickness, Cratin.251, X. Mem.3.11.13.    2 filth, nastiness, Hp.Fist.1.

German (Pape)

[Seite 440] ἡ, = folgdm, Xen. Mem. 3, 11, 13; Hippocr. u. Sp. Nach B. A. 30 eigtl. ναυτία κινοῦσα ἐμετόν, vgl. Cratin. bei Poll. 10, 76.

Greek (Liddell-Scott)

βδελυγμία: ἡ, ἀηδία, σικχασία, «ναυτία κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) ἀκαθαρσία, ἀηδὲς πρᾶγμα. Ἱππ. 883D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de mer, nausée.
Étymologie: βδελύσσομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Fist.1
1 asco, náusea μῶν β. σ' ἔχει; Cratin.271, κεκορεσμένοις δὲ καὶ βδελυγμίαν παρέχει X.Mem.3.11.13, cf. Hsch.
fig. fastidio, tedio τὴν ἐκ τῶν ὁμοίων βδελυγμίαν ἀποδιδράσκων Ael.NA epíl.
2 medic. podredumbre que supura de las fístulas, Hp.l.c.

Greek Monolingual

η (AM βδελυγμία) βδελύσσομαι
αηδία, αποστροφή
αρχ.
σίχαμα, ακαθαρσία.

Greek Monotonic

βδελυγμία: ἡ (βδελύσσομαι), ναυτία, τάση προς έμετο, αποστροφή, αηδία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βδελυγμία: ἡ тошнота, тж. отвращение Xen.