ἀχώ
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἡ, Dor. for ἠχώ.
German (Pape)
[Seite 420] dor. = ἠχώ; ἄχω s. ἀκαχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχώ: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠχώ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠχώ.
English (Slater)
ᾱχώ
1 Echo μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν (O. 14.21)
Spanish (DGE)
v. ἠχώ.
Greek Monotonic
ἀχώ: ἡ, Δωρ. αντί ἠχώ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχώ: (ᾱ) ἡ дор. = *ἠχώ.