συστολίζω

Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A draw or put together, fabricate, ἀγάλματα λίνῳ with or out of yarn, E.Or.1435 (lyr.).    II unite, Μούσας σ. Χάρισιν AP7.419 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1045] = συστέλλω, mit bekleiden, ankleiden; ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ, Eur. Or. 1435; Mel. 127 (VII, 411) Μούσας Χάρισιν, vereinigen.

Greek (Liddell-Scott)

συστολίζω: συγκοσμῶ, καταστολίζω, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου σύνταξις φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. συνδέω, συνάπτω, Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9.

French (Bailly abrégé)

1 réunir par des fils (de lin);
2 unir.
Étymologie: συστολή.

Greek Monolingual

Α συστολή
1. στολίζω συγχρόνως
2. συνδέω, συνάπτω.

Greek Monotonic

συστολίζω: = συστέλλω,
I. κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω από κοινού, σε Ευρ.
II. συνδέω, συνάπτω, συνενώνω, τινά τινι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συστολίζω: 1) ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);
2) соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.).