ὀλβοδότειρα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq., E.Ba.419 (lyr.), Opp.C.1.45.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, fem. zum Folgdn, εἰρήνη, Eur. Bacch. 419.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλυκ. τοῦ ἑπομ., Εὐρ. Βάκχ. 419, Ὀππ. Κυν. 1. 45.
Greek Monolingual
ὀλβοδότειρα, ἡ (Α)
βλ. ολβοδοτήρ.
Greek Monotonic
ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβοδότειρα: adj. f дарующая счастье, подательница счастья (εἰρήνη Eur.).