ἀντίχειρ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
(sc. δάκτυλος, which is supplied in Heliod. ap. Orib.48.54.1, S.E.M.1.137, Gp.4.12.13), ὁ,
A thumb, as being opposite to the fingers, Sor.1.103, Dsc.5.79, Plu.2.761c, etc. II responsive to the touch, βόμβοι κυμβάλων Diog.Trag.1.4 (Casaubon). III Subst. (sc. σωλήν, inverse tube of alembic, Zos.Alch.p.225B.
German (Pape)
[Seite 264] ειρος, ὁ, der Daumen, als der den vier andern Fingern entgegenstehende Theil der Hand, Poll. 2, 145. 148, wo auch ἀντιχειρία steht; Macrob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίχειρ: (δηλ. δάκτυλος, ὅπερ ὑπάρχει ἐν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 137), ὁ, ὁ μέγας δάκτυλος, ὁ πλησίον τοῦ λιχανοῦ δάκτυλος, ἀπέκοψε τὸν ἀντίχειρα Πλούτ. 2. 761C, Πολυδ. Β΄, 145˙ ὁ μέγας δάκτυλος πρὸς τὸ λοιπὸν τῆς χειρὸς ἀντίθεσιν ἔχει (ὅθεν καὶ ἀντίχειρ) Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ) :
le pouce, litt. le doigt qui fait face au reste de la main.
Étymologie: ἀντί, χείρ.
Spanish (DGE)
-ος
1 que responde a βόμβοι ... ἀ. κυμβάλων Diog.Ath.1.4.
2 que se opone a los otros dedos ἀ. δάκτυλος el pulgar Heliod. en Orib.48.54.1, S.E.M.1.137, Gp.4.12.13
•tb. subst. ὁ ἀ. el pulgar οὐλὴ ἀντίχειρι δεξιῷ una cicatriz en el pulgar derecho, PMich.584.4 (I d.C.), SB 5661.18 (I d.C.), οὐλὴ ἀντίχιρει (sic) ἀριστ(ερᾷ) PFay.91.12 (I d.C.), τὸν ἀντίχειρα τῆς εὐωνύμου χειρός Dsc.5.79, cf. Plu.2.761c, Philostr.VA 3.46, Hero Geom.184.24.
3 que tiene forma de dedo pulgar σωλήν Zos.Alch.p.225.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίχειρ: χειρος ὁ большой палец руки Plut., Sext.