ἀδωροδοκήτως
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se laisser corrompre par des présents.
Étymologie: ἀδωροδόκητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδωροδοκήτως: неподкупно, бескорыстно (δικαίως καὶ ἀ. πάντα πεπρᾶχθαι Dem.).