ἠθοποιέω

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθοποιέω Medium diacritics: ἠθοποιέω Low diacritics: ηθοποιέω Capitals: ΗΘΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: ēthopoiéō Transliteration B: ēthopoieō Transliteration C: ithopoieo Beta Code: h)qopoie/w

English (LSJ)

   A mould the character of a person, τὸν θεατήν Plu.Per.2; τὴν ψυχήν S.E.M.6.30.    II express or delineate character, D.H. Lys.19: c. acc., τὸ σχῆμα τῆς γυναικός Aps.p.322 H.

German (Pape)

[Seite 1156] = ἠθολογέω, vgl. D. Hal. de Lys. 19 αὐτὸς ἠθοποιεῖ καὶ κατασκευάζει τὰ πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστὰ καὶ χρηστά; – die Sitten, den Charakter bilden, Plut. Pericl. 2 u. öfter; καὶ μεθαρμόττειν τὴν φύσιν τοῦ δήμου reipubl. ger. praec. 3, vom Wein ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων ἠθοποιεῖ τὸν πίνοντα καὶ μεθίστησιν, im Ggstz ἐν ἀρχῇ μὲν ὑπὸ τῶν ἠθῶν κρατεῖται τοῦ πί. νοντος. Oft Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθοποιέω: μορφώνω τὰ ἤθη, τὸν χαρακτῆρα, Πλούτ. Περικλ. 2· ἠθ. τὴν ψυχὴν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 30. ΙΙ. ἐκφράζω, διαγράφω ταῦτα, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
façonner les mœurs, former le caractère.
Étymologie: ἠθοποιός.

Greek Monotonic

ἠθοποιέω: διαμορφώνω ήθη ή χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἠθοποιέω: 1) формировать характер, воспитывать нравы (τῇ μιμήσει Plut.);
2) воспитывать, нравственно определять (τὴν ψυχήν Sext.; τὴν τοῦ δήμου φύσιν Plut.).