ἀπιθύνω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A = ἀπευθύνω, of setting bones, in pf. Pass., Hp.Fract.7; of drawing lines, AP6.67 (Jul. Aegypt.); ἀ. τῆς ὄψιος τὰ διάστροφα Aret.CA1.5.
German (Pape)
[Seite 291] = ἀπευθύνω, lenken, μόλιβος πορείας ἀπιθύνων Iul. Aeg. 10 (VI, 67).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῑθύνω: ἀπευθύνω ἐπὶ κατεαγότων ὀστέων, βάλλω εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ καλῶς, ὅτι ἱκανῶς τὰ ὀστέα ἀπίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, ἐν τῇ ἀρχῇ· ἐπὶ γραμμῶν, σύρω, ἀκλινέαις γραφίδεσσιν ἀπιθύνοντα πορείας... τόνδε μόλυβδον Ἀνθ. Π. 6. 67.
Spanish (DGE)
(ἀπῑθύνω)
enderezar, poner derecho, rectificar πορείας AP 6.67 (Iul.Aegypt.), τῆς ὄψιος τὰ διάστροφα Aret.CA 1.5.3, πόδας Aret.CA 2.4.7
•en v. med. enderezarse, rectificarse τὰ ὄστεα Hp.Fract.7.
Greek Monotonic
ἀπῑθύνω: = ἀπευθύνω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπῐθύνω: направлять Anth.