παράλοιπος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον,
A remaining besides, Arist.APo.93b13.
German (Pape)
[Seite 488] wie λοιπός, übrig, Arist. anal. post. 2, 8, zw.
Greek (Liddell-Scott)
παράλοιπος: -ον, ὁ παραλειφθείς, ὑπόλοιπος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 7.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
παράλοιπος: остающийся, остальной Arst.