Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φεψάλυξ

From LSJ
Revision as of 08:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

German (Pape)

[Seite 1267] υγος, ὁ, poet. statt φέψαλος; Archiloch. frg. 61. 111; οὐδὲ φεψάλυξ, auch nicht ein Fünkchen, Ar. Lys. 107; ἀπ οσκοτούμενοι ὑπὸ τῆς φερομένης λιγνύος καὶ τῶν φεψαλύγων, Pol. 1, 48, 6.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ) :
étincelle de cendre chaude.
Étymologie: φέψαλος.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φέψαλος
2. μτφ. ίχνος («ἀλλ' οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα -υξ, -υγος (πρβλ. πομφόλ-υξ)].

Russian (Dvoretsky)

φεψάλυξ: ῠγος (ᾰ) ὁ искра Polyb.: οὐδὲ καταλέλειπται φ. Arph. не осталось и следа.