ἐποποιϊκός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1008] ή, όν, zum epischen Gedichte gehörig, es betreffend, μίμησις, das Epos, Arist. poet. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποποιϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἐπικ. ποίησιν, σύστημα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 12.
Russian (Dvoretsky)
ἐποποιϊκός: эпический (σύστημα Arst.).