ἐποποιϊκός
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
English (LSJ)
ή, όν, of epic poetry, σύστημα Arist. Po. 1456a11; μίμησις ib. 1461b26.
German (Pape)
[Seite 1008] ή, όν, zum epischen Gedichte gehörig, es betreffend, μίμησις, das Epos, Arist. poet. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποποιϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἐπικ. ποίησιν, σύστημα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 12.