πασσάμενος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
πάσσασθαι,
A v. πατέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πασσάμενος: πάσσασθαι, ἴδε ἐν λέξ. πατέομαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Moy. poét. de πατέω².
Greek Monotonic
πασσάμενος: Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.
Russian (Dvoretsky)
πασσάμενος: part. к πατέομαι I.