ἑπτάτονος
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον,
A seven-toned, φόρμιγξ Terp.5 ; γᾶρυς B.Scol.Oxy.1361 Fr.1.2 ; λύρα Ion Eleg.3.3 ; χέλυς E.Alc.446 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1013] siebentönig, χέλυς Eur. Alc. 446 Here. Für. 683; λύρα I. A. 1129; sp. D., z. B. Nonn. D. 38, 303.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάτονος: -ον, ἔχων ἑπτὰ τόνους, ἑπτάφωνος, Τέρπανδ. 1, Ἴων 3. 3. Εὐρ. Ἄλκ. 446.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept tons ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, τόνος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάτονος, -ον)
(για μουσικό όργανο) με επτά τόνους («α. ἑπτάτονος φόρμιγξ, Τέρπ.
β. «ἑπτάτονος χέλυς», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἑπτάτονος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά τόνους, επτάφωνος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάτονος: Eur. = ἑπτάφθογγος.