κρατησιβίας
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ,
A = κραταίβιος, Pi.Fr.16.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτησιβίας: ὁ, ῥωμαλέος, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 18, ἴδε ἐν λέξ. κραταίβιος.
English (Slater)
κρατησιβίας
1 victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.
Greek Monolingual
κρατησιβίας, ὁ (Α)
ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -βίας (< βία), πρβλ. ευρυ-βίας, υψι-βίας].
Russian (Dvoretsky)
κρᾱτησῐβίᾱς: adj. m побеждающий (своей) силой, т. е. могучий Pind.