ἔμεν
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ἔμεναι, Ep. for εἶναι,
A v. εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμεν: ἔμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
Greek Monotonic
ἔμεν: ἔμεναι, Επικ. αντί εἶναι, απαρ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔμεν: (αι) эп. inf. praes. к εἰμί.