μεσαμέριον
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
Greek (Liddell-Scott)
μεσαμέριον: Δωρ. ἀντὶ μεσημέριον, Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις; ποῦ πηγαίνεις κατὰ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας; Θεόκρ. 7, 26.
Russian (Dvoretsky)
μεσᾱμέριον: τό дор. = *μεσημέριον.