ὑφηγητήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., S.OC1588, AP11.319 (Autom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑφηγητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Σοφ. Ο. Κ. 1588, Ἀνθ. Π. 11. 319.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. ὑφηγητής.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. -τήρ].
Greek Monotonic
ὑφηγητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Σοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑφηγητήρ: ῆρος ὁ Soph., Anth. = ὑφηγητής.