διαμινύρομαι
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
[ῡ],
A warble a plaintive ditty, Ar.Th.100.
Greek (Liddell-Scott)
διαμινύρομαι: [ῡ], ἀποθ., ψάλλω «παραπονετικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 100.
Russian (Dvoretsky)
διαμῐνύρομαι: (ῡ) визгливо распевать (τι Arph.; - v. l. διαμινυρίζομαι).