πεντηκόσιοι
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
αι, α, Ep. for πεντᾰκόσιοι,
A five hundred, Od.3.7.
German (Pape)
[Seite 559] ep. statt πεντακόσιοι, Od. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόσιοι: -αι, -α, Ἐπικ. ἀντὶ πεντᾰκόσιοι, Ὀδ. Γ. 7.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πεντακόσιοι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-αι, -α, Α
(επικ. τ.) βλ. πεντακόσιοι.
Greek Monotonic
πεντηκόσιοι: -αι, -α, Επικ. αντί πεντᾰκόσιοι, πεντακόσιοι, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκόσιοι -αι -α ep. voor πεντακόσιοι.