πανός
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ὁ, Messapian for ἄρτος, Ath.3.111c.
πᾱνός, ὁ,
A torch, v. φανός.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ (panis), = ἄρτος, bei den Messapiern, Ath. III, 111 c. ὁ, = φανός, Fackel; Aesch. Ag. 275; πυρίφλεκτος, Eur. Ion 195.
Greek (Liddell-Scott)
πανός: ὁ, «πανός, ἄρτος, Μεσσάπιοι, καὶ τὴν πλησμονὴν πανίαν, καὶ πάνια τὰ πλήσμια» Ἀθήν. 111C· πρβλ. τὸ Λατ. panis.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
flambeau, torche.
Étymologie: cf. φανός.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»].———————— (II)
ὁ, Α
ο φανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το φανός.
Greek Monotonic
πᾱνός: ὁ, δάδα, = φανός, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πᾱνός -οῦ, ὁ poët., fakkel.