πανός

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανός Medium diacritics: πανός Low diacritics: πανός Capitals: ΠΑΝΟΣ
Transliteration A: panós Transliteration B: panos Transliteration C: panos Beta Code: pano/s

English (LSJ)

ὁ, Messapian for ἄρτος, Ath.3.111c.
πᾱνός, ὁ,

   A torch, v. φανός.

German (Pape)

[Seite 461] ὁ (panis), = ἄρτος, bei den Messapiern, Ath. III, 111 c. ὁ, = φανός, Fackel; Aesch. Ag. 275; πυρίφλεκτος, Eur. Ion 195.

Greek (Liddell-Scott)

πανός: ὁ, «πανός, ἄρτος, Μεσσάπιοι, καὶ τὴν πλησμονὴν πανίαν, καὶ πάνια τὰ πλήσμια» Ἀθήν. 111C· πρβλ. τὸ Λατ. panis.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
flambeau, torche.
Étymologie: cf. φανός.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»].———————— (II)
ὁ, Α
ο φανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το φανός.

Greek Monotonic

πᾱνός: ὁ, δάδα, = φανός, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾱνός -οῦ, ὁ poët., fakkel.