κώρα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἡ, Dor. for κούρη, Theoc.6.36, Call.Lav.Pall.27, 138, Cer. 9. II = ὕβρις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1547] ἡ, dor. = κούρη, s. κῶρος.
Greek (Liddell-Scott)
κώρα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κούρη, Θεόκρ. 6. 36, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 27. 138, εἰς Δήμητρ. 9. ΙΙ. = κόρος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κώρα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κόρη.———————— (II)
κώρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὕβρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορέω (ΙΙΙ)].
Greek Monotonic
κώρα: ἡ, Δωρ. αντί κούρη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κώρᾱ Dor. voor κούρη of κόρη.