προέμεν
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de προΐημι.
English (Autenrieth)
see προΐημι.
Greek Monotonic
προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.