καταθρῴσκω
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
aor. 2 κατέθορον,
A leap down, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4.79: c. acc., κ. τὴι· αἱμασιήν leap down the wall, Hdt.6.134; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Id.3.86: c. gen., Nonn.D.23.220.
French (Bailly abrégé)
f. καταθοροῦμαι, ao.2 κατέθορον;
s’élancer de haut en bas, ἀπό τινος ; avec acc. : s’élancer par-dessus, franchir d’un bond.
Étymologie: κατά, θρῴσκω.
Greek Monotonic
καταθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ κατέθορον· πηδώ κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., κ. τὴν αἱμασίην, πηδώ από τον φράχτη κάτω, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θρῴσκω, aor. κατέθορον, naar beneden springen:; ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden Hdt. 3.86.2; met acc.: τὴν αἱμασιήν van de muur Hdt. 6.134.2.