τριώβολον

From LSJ
Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώβολον Medium diacritics: τριώβολον Low diacritics: τριώβολον Capitals: ΤΡΙΩΒΟΛΟΝ
Transliteration A: triṓbolon Transliteration B: triōbolon Transliteration C: triovolon Beta Code: triw/bolon

English (LSJ)

Dor. τριώδελον (q. v.), τό, (ὀβολός)

   A three-obol-piece, half-drachma, οὐκ ἄξιος τριωβόλου Nicopho 12, cf. Ar.Pl.125; ὀψωνεῖν μέχρι τριωβόλου Eub.88, etc.—At Athens, this was    1 pay of the dicasts or jurymen for a day's sitting in court, Ar.Eq.51,800, etc.    2 pay given to the members of the ἐκκλησία whenever they chose to attend, first given about 392 B.C., Id.Ec.292,308.    3 pay of the marine soldiery (ἐπιβάται), Th.8.45, X.HG1.5.7, etc.    4 a tax paid by μέτοικοι (or perh. by freedment who became such), Men.35.    II a weight of three obols, Sor.1.63.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pièce de monnaie de trois oboles.
Étymologie: τρεῖς, ὀβολός.

Greek Monotonic

τριώβολον: τό (ὀβολός),
1. νόμισμα τριων οβολών, μισή δραχμή· στην Αθήνα ήταν ο μισθός των δικαστών για κάθε ημερήσια συνεδρία· ο μισθός αυτός ορίστηκε πρώτα από τον Περικλή, σε Αριστοφ.
2. ο μισθός των οπλιτών (ἐπιβατῶν) στα καράβια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐώβολον: τό (монета в) три обола Thuc., Xen. etc. (три обола были дневным жалованьем солдатам морской пехоты, членам суда и экклесии).