φίλτερος

From LSJ
Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλτερος Medium diacritics: φίλτερος Low diacritics: φίλτερος Capitals: ΦΙΛΤΕΡΟΣ
Transliteration A: phílteros Transliteration B: philteros Transliteration C: filteros Beta Code: fi/lteros

English (LSJ)

α, ον, irreg. Comp. of φίλος, Il.11.162, Od.11.360, Hes. Op.309, Pi.I.1.5, E.El.243, Alc.432, Hipp.185 (anap.) (not in A. or S.): in later Prose, D.C.64.14, Jul.Or.2.89a.

German (Pape)

[Seite 1289] unregelm. compar. zu φίλος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

φίλτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ φίλος, Ἰλ. Λ. 162, Ὀδ. Λ. 360, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 307· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς.

French (Bailly abrégé)

Cp. de φίλος.

English (Autenrieth)

see φίλος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φίντερος, -έρα, -ον, Α
(συγκριτ. βαθμός του φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].

Greek Monotonic

φίλτερος: -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του φίλος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φίλτερος: compar. к φίλος I.